κανελόδεντρο

κανελόδεντρο
και κανελλόδεντρο, το
εμπορική ονομασία τών δένδρων που παράγουν κανέλα και ιδίως τού δένδρου κιννάμωμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κινάμωμο — (Cinnamomum). Γένος αειθαλών φυτών της οικογένειας των λαουριδών ή δαφνιδών, της τάξης των πολυκαρπικών. Περιλαμβάνει περίπου 50 δενδρώδη και θαμνώδη αρωματικά είδη, τα οποία φυτρώνουν κυρίως στις θερμές περιοχές της Ασίας. Σημαντικότερα από αυτά …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”